Το παρακάτω θέμα τέθηκε στις προαγωγικές εξετάσεις της Α΄ Λυκείου την περίοδο 2013-2014.
Από την τράπεζα θεμάτων κληρώθηκε η Αγγέλικα, από τις Νησιώτικες Ιστορίες του Αργύρη Εφταλιώτη.
Παρουσιάζουμε μια ενδεικτική απάντηση όπως γράφτηκε από τη μαθήτρια Μαριάννα Κ.
ΘΕΜΑ Γ
Από την τράπεζα θεμάτων κληρώθηκε η Αγγέλικα, από τις Νησιώτικες Ιστορίες του Αργύρη Εφταλιώτη.
Παρουσιάζουμε μια ενδεικτική απάντηση όπως γράφτηκε από τη μαθήτρια Μαριάννα Κ.
ΘΕΜΑ Γ
Στο παρακάτω χωρίο του κειμένου ο συγγραφέας επιλέγει να χρησιμοποιήσει
ως αφηγηματικό τρόπο τον διάλογο ανάμεσα στους δύο κεντρικούς ήρωες.
Χρησιμοποιώντας τα στοιχεία του συγκεκριμένου τμήματος μετατρέψτε το διαλογικό
μέρος σε συνεχή αφηγηματικό λόγο.
−
Δασκάλισσά μου, εμείς οι χωριανοί τα λέμε ίσια τα πράματα. Θα σας έλεγα και μια
άλλη αλήθεια, α δε φοβούμουν πως ίσως το πάρετε άσκημα.
−
Σαν τι αλήθεια; του κάνει η Αγγέλικα, και πάει ένα βήμα κοντήτερά του.
− Πως είναι μια ψυχή στο χωριό που πάει να τρελλαθή με τασάς.
−
Καλέ τι μου λες! Και ποια να είναι, να σε χαρώ, αυτή η ψυχή; πες μου το τώρα
που δε μας ακού και κανένας.
−
Κι α θυμώσετε;
−
Σου το τάζω πως δε θυμώνω, όποιος κι αν είναι. Γιατί να θυμώσω;
−
Καλά, να σας το πω το λοιπόν. Είναι ένας, που δεν είναι γέρος, δεν είναι και
φτωχός. Δεν ξέρει πολλά γράμματα, είδε όμως στον καιρό του λιγάκι κόσμο. Έξω
την έμαθε την τέχνη του. Είναι λοιπόν και τεχνίτης. Δεν ξέρει να λέη τον πόνο
του σα βιβλίο, ξέρει όμως να τον τραγουδάη σαν το πουλί μες στα δάση. Δεν ξέρει
να χαιρετάη φράγκικα, μα ξέρει ν' αγαπά και να χαδεύη ρωμαίικα.
−
Και τόνομά του; ρωτάει η Αγγέλικα χτυπώντας το ποδαράκι της.
−
Δεν μπορώ να το πω τόνομά του˙ δεν αποκοτώ. Καί σταμάτησε ο Μυζήθρας.
−
Να είναι έτσι αψηλός, νόστιμος, παλικαράς, γλυκομίλητος; ρωτάει πάλι η Αγγέλικα
γελώντας.
−
Δεν μπορώ, δεν μπορώ να σας πω. Πάει να σβύση ο νους μου σαν αυτό το λυχνάρι.
Και βάζει το λυχνάρι σ' ένα θρανί, και κοιτάζει χάμω συλλογισμένος.
ΑΠΑΝΤΗΣΗ
Μόλις βρέθηκαν οι δυο τους στην κάμαρα του σχολείου, ο Μυζήθρας μη μπορώντας να κρύψει άλλο τα συναισθήματά του, ξεκίνησε δειλά δειλά την εξομιλόγηση στην Αγγέλικα. Με λιγοστό θάρρος της αποκρίθηκε πως υπάρχει μια ψυχή στο νησί που είναι τρελή από έρωτα για το πρόσωπό της, αλλά δεν μπορεί να της πει περισσότερα. Εκείνη ξαφνιασμένη, προσπάθησε να τον πείσει να της πει την αλήθεια μιας και δεν τους άκουγε κανείς. Με τα λίγα, με τα πολλά λοιπόν ο Μυζήθρας εξομολογήθηκε πως το παληκάρι που είναι ερωτευμένο μαζί της δεν είναι ούτε γέρος ούτε φτωχός, αλλά γνωρίζει λίγα γράμματα, και είναι τεχνίτης στο επάγγελμα. Ακόμη, ξέρει να τραγουδεί σαν πουλί στα δάση, ν' αγαπά αληθινά, να χαϊδεύει όπως οι Έλληνες. Η Αγγέλικα, επίμονη, ζητά να μάθει τ' όνομά του, όμως ο Μυζήθρας, τόσο ντροπαλός που είναι, διστάζει από φόβο να της μιλήσει. Ο νους του πάει να σβήσει σαν το λυχνάρι, η καρδιά του χτυπά δυνατά και τα λόγια διστάζουν να βγουν από τα χείλη του. Χάνεται στις σκέψεις του και κοιτά χάμω συλλογισμένος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.